- παραμιξολυδιάζω
- Αεισάγω τον μιξολύδιο τρόπο ή τη μιξολυδιστί αρμονία, δηλ. έναν από τους οκτάχορδους τρόπους τού διατονικού γένους, η δημιουργία τού οποίου αποδίδεται στη Σαπφώ ή στον Πυθαγόρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + μιξολύδιος «μεμιγμένος με στοιχεία τής Λυδικής» + κατάλ. -ίζω].
Dictionary of Greek. 2013.